θερμόλουτρο

θερμόλουτρο
το
λουτρό με θερμό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + λουτρό. Η λ. στον λόγιο τ. θερμόλουτρον μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού 'Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θερμόλουτρο — το το θερμό λουτρό, το ζεστό μπάνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • χαμάμ — χαμάμ, το και χαμάμι, το (λ. τουρκ.) 1. θερμόλουτρο σε ξερό και θερμό αέρα που συνοδεύεται από μαλάξεις και πλύσεις με νερό, τουρκικό λουτρό. 2. ο χώρος όπου γίνονται τουρκικά λουτρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”